ισοβαθμώ

ισοβαθμώ
ισοβαθμώ, ισοβάθμησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοβαθμώ — ισοβάθμησα, έχω τον ίδιο βαθμό: Οι ομάδες της πόλης μας ισοβάθμησαν στο πρωτάθλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”